Το κλειδί είναι να έχεις ελπίδα

Πριν από αρκετές δεκαετίες, δύο ψυχολόγοι έπεσαν πάνω σε ένα φαινόμενο που τους αιφνιδίασε και άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμαστε τις αντιξοότητες. Το ονόμασαν «μαθημένη αδυναμία» : όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν μια δύσκολη κατάσταση που αισθάνονται πως βρίσκεται πέρα από τον έλεγχό τους, τείνουν να υποτάσσονται σε μια κατάσταση που θεωρούν «μοιραία» και γίνονται καταθλιπτικοί.

Στον απόηχο μιας πανδημίας που έχει αναστατώσει τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη, αυτή η διαπίστωση είναι πιο επίκαιρη  από ποτέ. Αλλά ακριβώς όπως η έννοια της «μαθημένης αδυναμίας»  εξηγεί πολλά από τα συναισθήματα που έχουμε βιώσει, ταυτόχρονα  έχει εμπνεύσει έργο που προσφέρει θετικές γνώσεις για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να παραμείνουν ανθεκτικοί, ακόμη και μπροστά σε ανεξέλεγκτες αντιξοότητες. Το κλειδί είναι να έχεις ελπίδα.

Ο Martin Seligman και ο Steven Maier ανακάλυψαν τη «μαθημένη αδυναμία» τη δεκαετία του 1960, ως μεταπτυχιακοί φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, υπό την επίβλεψη του πειραματικού ψυχολόγου Richard L. Solomon.  Ο  Solomon μελετούσε πώς τα σκυλιά μάθαιναν και ανταποκρίνονταν στο φόβο. Η ομάδα είχε κάθε σκύλο δεμένο μέσα σε ένα κλουβί με δύο διαμερίσματα και του προκαλούσε πολλαπλές ήπιες αλλά δυσάρεστες ηλεκτροπληξίες, κάθε φορά σε συνδυασμό με ένα συγκεκριμένο ηχητικό τόνο. Στη συνέχεια,   τα σκυλιά λύνονταν μέσα στο κλουβί των δύο διαμερισμάτων, ο ήχος ακουγόταν και πάλι και Solomon πίστευε πως  έχοντας μάθει να συσχετίζουν τον ήχο με τον πόνο, τα σκυλιά θα πηδούσαν στο ασφαλές διαμέρισμα για να αποφύγουν τον πόνο. Όμως  όταν τα σκυλιά άκουσαν τον ήχο, παρέμειναν παθητικά και δεν έκαναν τίποτα για να ξεφύγουν από τον πόνο.

Ως πείραμα «παβλοβιανού» τύπου,  κρίθηκε αποτυχημένο. Αλλά ο Seligman και ο Maier κατέληξαν σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα:  Η παθητικότητα των σκύλων ήταν  κρίσιμο εύρημα. Κατά τη διάρκεια του πειράματος, όταν τα σκυλιά δεμένα μέσα στο κλουβί είχαν εκτεθεί σε ένα σοκ, κλαψούρισαν, γαύγισαν και προσπάθησαν να ξεφύγουν, αλλά ήταν  μάταιο, αφού το λουρί τα κρατούσε δεμένα.  Έτσι, ο Seligman και ο Maier πίστευαν πως τα σκυλιά έμαθαν πως προσπάθησαν να ξεφύγουν από ένα σοκ, αλλά δεν τα κατάφεραν. Ως αποτέλεσμα, ήταν παθητικά την επόμενη φορά που αντιμετώπισαν παρόμοια κατάσταση, παρόλο που οι συνθήκες είχαν αλλάξει και θα μπορούσαν να πηδήξουν ελεύθερα στο ασφαλές δωμάτιο του κλουβιού αφού δεν ήταν πλέον δεμένα.

Ο Seligman και ο Maier δοκίμασαν τη θεωρία τους στην πράξη. Σχημάτισαν  τρεις ομάδες σκύλων για την αρχική φάση μάθησης. Κάποιοι σκύλοι δέθηκαν  όπως και στο προηγούμενο πείραμα και υπέφεραν τον αρχικό γύρο σοκ σε συνδυασμό με ηχητικό ήχο. Μια δεύτερη ομάδα σκύλων που δεν ήταν δεμένοι,  μπορούσαν  να πιέσουν ένα μοχλό για να διαφύγουν στο ασφαλές διαμέρισμα και μια τρίτη ομάδα σκύλων δεν υπέστη κανένα σοκ. Στη συνέχεια, όλα τα σκυλιά ήταν ελεύθερα να κινηθούν, και οι ήχοι ακούστηκαν ξανά. Τα σκυλιά που ήταν ελεύθερα στο προηγούμενο μέρος του πειράματος και δεν υπέστησαν σοκ γλίτωσαν αμέσως ακούγοντας τον ήχο  πηδώντας στην ασφαλή πλευρά του κλουβιού τους. Επίσης τα σκυλιά που έμαθαν να έχουν τον έλεγχο του μοχλού διαφυγής κατάφεραν  επίσης να ξεφύγουν στο ασφαλές διαμέρισμα του κλουβιού. Αλλά τα σκυλιά που στην πρώτη φάση ήταν δεμένα και υπέστησαν το σοκ, συνέχιζαν να αισθάνονται αβοήθητα παρά το γεγονός που πως πλέον δεν ήταν δεμένα με λουρί και δεν προσπάθησαν καν να ξεφύγουν. Τα σημαντικά ευρήματα των Seligman και Maier σχετικά με την «μαθημένη αδυναμία» δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Πειραματικής Ψυχολογίας,  το 1967.

Κατά την επόμενη δεκαετία, ο Seligman και συνεργάτες του επανέλαβαν τα πειράματα της «μαθημένης αδυναμίας»  σε τρωκτικά και, αργότερα, σε ανθρώπους. Επιπλέον, όταν πρόκειται για την πρόκληση συναισθημάτων αδυναμίας σε εθελοντές ανθρώπους, ο Seligman παρατήρησε κάτι σημαντικό – αφού εξέθεσε τους ανθρώπους σε μη ελεγχόμενα γεγονότα, όπως δυσάρεστους δυνατούς θορύβους ή αδύνατους αναγραμματισμούς, συχνά άρχιζαν να παρουσιάζουν μερικά από τα κλασικά συμπτώματα της κατάθλιψης, όπως συναισθήματα αναξιότητας, θλίψης, απώλειας ενδιαφέροντος, κακής συγκέντρωσης και κόπωσης. Τελικά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «μαθημένη αδυναμία» είναι ένας υποτύπος της κατάθλιψης.

Αλλά υπήρχε μια κρίσιμη προειδοποίηση – κάθε φορά που οι ερευνητές διεξήγαγαν αυτές τις μελέτες, υπήρχε πάντα ένα ποσοστό των ατόμων που εκτέθηκαν σε ανεξέλεγκτα γεγονότα που προκαλούσαν σοκ και αποστροφή, αλλά δεν σταματούσαν να προσπαθούν να πάρουν τον έλεγχο. Παρόλο που έμαθαν ότι τίποτα από όσα έκαναν μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αποτέλεσμα για να σταματήσουν το «κακό», συνέχισαν να προσπαθούν να κάνουν την κατάστασή τους καλύτερη. Επίσης, κάποιοι που τα παράτησαν και έμοιαζαν απελισμένοι και αβοήθητοι για ένα χρονικό διάστημα, ανέκαμψαν και άρχισαν να ενεργούν προκειμένου να πάρουν τον έλεγχο σε μεταγενέστερες φάσεις  των πειραμάτων. Το ερώτημα λοιπόν ήταν «γιατί;».  Γιατί οι ανεξέλεγκτες αντιξοότητες έκαναν κάποιους  ανθρώπους να νιώθουν αβοήθητοι ενώ άλλοι παρέμεναν ανθεκτικοί και ενεργητικοί;

Οι ερευνητές ασχολήθηκαν όλο και περισσότερο με αυτό το ερώτημα καθώς διαπίστωναν πως  το να νιώθεις αβοήθητος δεν είναι αρκετό για να προκαλέσει κατάθλιψη. Αυτό που είχε σημασία είναι το πώς οι άνθρωποι βγάζουν νόημα από την αδυναμία τους και τι αποδόσεις ευθυνών κάνουν. Κατηγορούν τον εαυτό τους ή κατηγορούν τον πειραματιστή; Γενικεύουν την αδυναμία τους στη ζωή γενικά ή μόνο στη συγκεκριμένη κατάσταση στο εργαστήριο; Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι ερμήνευσαν την εμπειρία – η ιστορία που ύφαιναν – ήταν το κρίσιμο συστατικό της θεωρίας που έλειπε.

Ο Seligman και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να ερμηνεύσουν τι τους συμβαίνει: μπορούν να σχηματίσουν δύο ζεύγη αποδόσεων ευθυνών.  Στο πρώτο ζεύγος, κάποιοι αποδίδουν μια μόνιμη ευθύνη   (π.χ. θα είμαι πάντα αβοήθητος και τίποτα από όσα κάνω δεν θα έχει ποτέ αποτέλεσμα) έναντι όσων επιλέγουν να αποδώσουν την κατάστασή τους σε κάτι προσωρινό  (π.χ. ήμουν αβοήθητος σε αυτή τη συγκεκριμένη περίσταση, αλλά αυτό που κάνω σε άλλες στιγμές εξακολουθεί να είναι). Το δεύτερο ζεύγος ευθυνών από τη μια εστιάζει στο  συγκεκριμένο (π.χ.  αδυναμία που σχετίζεται μόνο με τους αναγραμματισμούς) έναντι του καθολικού (π.χ. είμαι αδύναμος σε όλα τα προβλήματα)· Το τρίτο ζεύγος ευθυνών έχει από τη μια την  εσωτερική ανάληψη της ευθύνης  (π.χ. είναι δικό μου λάθος) έναντι ενός εξωτερικού υπαίτιου  (π.χ. είναι λάθος του κόσμου ή κάποιου άλλου προσώπου).

Όπως θα το έθετε αργότερα ο Seligman, διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετικά επεξηγηματικά σενάρια. Μερικοί άνθρωποι έχουν ένα απαισιόδοξο επεξηγηματικό σενάριο και κάνουν αρνητικές αποδόσεις ευθυνών για τα αναπόφευκτα  γεγονότα (δηλαδή εσωτερικά, καθολικά και μόνιμα) και είναι πιο ευάλωτα στην κατάθλιψη. Άλλοι άνθρωποι έχουν αισιόδοξα επεξηγηματικά σενάρια όταν συμβαίνουν άσχημα πράγματα, δεν κατηγορούν τον εαυτό τους αλλά τον κόσμο και βλέπουν τις αντιξοότητες ως προσωρινές, τοπικές και συγκεκριμένες. Η ιστορία τους για τον κόσμο και τη θέση τους μέσα σε αυτόν είναι πολύ πιο αισιόδοξη και πιο θετική.

Σε μεταγενέστερες εργασίες, η  Lyn Yvonne Abramson,  καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν-Μάντισον, αναδιατύπωσαν τη θεωρία της «μαθημένης αδυναμίας» ως τη «θεωρία απελπισίας της κατάθλιψης». Η κατάθλιψη απελπισίας αναδύεται όταν οι άνθρωποι βιώνουν ένα αρνητικό γεγονός ζωής, όπως η απώλεια μιας εργασίας, εξάγουν απαισιόδοξα συμπεράσματα σχετικά με τις αιτίες και τις συνέπειες του γεγονότος και τι λέει αυτό το γεγονός στους ίδιους  για το ποιοι είναι ως άτομο. Μπορεί να πιστεύουν ότι είναι αβοήθητοι να αλλάξουν τις συνθήκες τους, πως δεν θα βρουν ποτέ δουλειά και πως είναι άχρηστοι. Είναι σκέψεις που τους καταστέλλουν και τους αποθαρρύνουν.

Με τα χρόνια, η έρευνα έχει επιβεβαιώσει τη σχέση μεταξύ απελπισίας και ψυχικής ασθένειας. Ο Aaron Beck,  ιδρυτής της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας, διαπίστωσε ότι η αίσθηση της απελπισίας είναι βασικός παράγοντας αυτοκτονίας. Αντίθετα, μια αίσθηση ελπίδας συμβάλλει στην καλύτερη συνολική ψυχική και σωματική υγεία. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι με περισσότερη  ελπίδα είναι σε θέση να ανεχθούν πόνο για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα,  αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα ευημερίας μετά το θάνατο κάποιου που αγαπούν  και  όταν αντιμετωπίζουν μια αγχωτική κατάσταση, είναι σε θέση να σκεφτούν πιο δημιουργικά και ευέλικτα για να την ξεπεράσουν. Οι άνθρωποι με περισσότερες  ελπίδες αποδίδουν επίσης καλύτερα ακαδημαϊκά, είναι λιγότερο επιρρεπείς στη μοναξιά και – πάνω απ’ όλα – είναι λιγότερο πιθανό να υποκύψουν στην αδυναμία και την απελπισία όταν οι αντιξοότητες χτυπούν.

Όλα αυτά δείχνουν πως η ενστάλαξη ή αποκατάσταση μιας αίσθησης ελπίδας στους ανθρώπους μπορεί να τους βοηθήσει να οικοδομήσουν ανθεκτικότητα και να ανακουφίσουν τον συναισθηματικό τους πόνο. Η επόμενη ερώτηση είναι «πώς;».  Πώς μπορούν οι άνθρωποι να οικοδομήσουν μια αίσθηση ελπίδας, ειδικά σε δύσκολους καιρούς;

Η σύγχρονη θεωρία προτείνει πως  η αλλαγή των ιστοριών που λέμε στους εαυτούς μας για τις αντιξοότητες που μας συμβαίνουν  μπορεί να μας βοηθήσει.  Αντί να εστιάζουμε στους τομείς όπου η ζωή είναι εκτός ελέγχου, όπως τα διαρκώς νέα στελέχη του ιού, και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ζωή είναι απρόβλεπτη και χαοτική, μπορούμε να εστιάσουμε εκεί που μπορούμε να έχουμε τον έλεγχο. Στην καθημερινότητα και τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε  τους άλλους ανθρώπους. Μπορούμε επίσης  να υπενθυμίζουμε διαρκώς  στον εαυτό μας ότι αυτή η αντιξοότητα, όπως όλες οι αντιξοότητες, είναι προσωρινή και θα τελειώσει κάποια στιγμή.

Ένας άλλος τρόπος για να οικοδομήσουμε την ελπίδα απαιτεί να επανεξετάσουμε το συνηθισμένο νόημά της. Θα μπορούσατε να σκεφτείτε την ελπίδα μια μορφή ευσεβούς πόθου, μια θετική και ίσως αφελή προσδοκία ότι όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Αλλά σύμφωνα με τη «θεωρία της ελπίδας», που αναπτύχθηκε από τον Αμερικανό ψυχολόγο Charles Snyder, η ελπίδα δεν είναι τυφλή αισιοδοξία. Πρόκειται για στόχους για το μέλλον, για την προσπάθεια  ή την «ενέργεια που κατευθύνεται σε στόχους» (πιστεύοντας ότι οι στόχοι είναι εφικτοί) και προς συγκεκριμένα «μονοπάτια» ή σχέδια για το πώς να επιτύχει κανείς αυτούς τους στόχους. Με άλλα λόγια, οι αισιόδοξοι άνθρωποι δεν είναι αφελείς αλλά αισθάνονται ότι ελέγχουν τη ζωή τους και επιδεικνύουν μια αίσθηση δέσμευσης στις αναζητήσεις τους,  το αντίθετο του να αισθάνονται αβοήθητοι.

Οι ψυχολόγοι έχουν αναπτύξει πρακτικές  για να δίνουν ελπίδα. Για παράδειγμα, οι θεραπευτές που ασκούν «θεραπεία ελπίδας» βοηθούν τους πελάτες τους να αντιληφθούν σαφείς στόχους για το μέλλον τους, χαρτογραφούν διαδρομές για την επιδίωξη αυτών των στόχων και επανασχεδιάσουν τα εμπόδια ως προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν. Αντί να επικεντρώνονται στις προηγούμενες αποτυχίες του πελάτη, ο θεραπευτής επικεντρώνεται στις επιτυχίες του, οι οποίες μπορούν να χρησιμεύσουν ως μοντέλα για μελλοντικές επιδιώξεις στόχων. Σε μια μελέτη που δοκιμάζει μια παρέμβαση ελπίδας ομαδικής θεραπείας οκτώ συνεδριών, οι συμμετέχοντες που διδάσκονται δεξιότητες οικοδόμησης ελπίδας ανέφεραν στη συνέχεια μια μεγαλύτερη αίσθηση νοήματος, αυτοεκτίμηση και χαμηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, σε σύγκριση με μια ομάδα που βρισκόταν ακόμη στη λίστα αναμονής.

Οι περιστάσεις, όσο άσχημες κι αν είναι, δεν χρειάζεται να μας νικήσουν. Έχετε την ικανότητα να υιοθετείτε πιο ελπιδοφόρα πρότυπα σκέψης απέναντι στις αντιξοότητες και να προσαρμόζετε και να επιδιώκετε τους στόχους σας, ακόμη και εν μέσω δυσκολιών. Αν μπορείτε να διατηρήσετε την ελπίδα με αυτούς τους τρόπους, θα σας βοηθήσει να βρείτε το θάρρος, τη δύναμη και την ανθεκτικότητα για να βγείτε από τις αναπόφευκτες καταιγίδες που φέρνει η ζωή.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: